- διπλοκάμπαν
- το1. το να ηχούν ταυτόχρονα δύο καμπάνες εκκλησίας2. μτφ. διπλό χαρμόσυνο ή δυσάρεστο άγγελμα3. φρ. α) «τού ήρθε διπλοκάμπανο» — τού συνέβησαν δύο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα συγχρόνωςβ) «το’ χει διπλοκάμπανο» — βρίσκει διπλή προστασία ή καταδίωξη.
Dictionary of Greek. 2013.